- σύμπτωχος
- σύμ-πτωχος, mit bettelnd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σύμπτωχος — ον, ΜΑ [πτωχός] φτωχός, όπως και κάποιος άλλος … Dictionary of Greek
συμπτωχεύω — ΜΑ [σύμπτωχος] είμαι κι εγώ φτωχός όπως και κάποιος άλλος … Dictionary of Greek